Αντώνης Καλογιάννης μέσα από τα μάτια των δικών του ανθρώπων

Ο Ανδρέας Καλογιάννης μας μιλάει με συγκίνηση για τον αδελφό του Αντώνη και τα παιδικά τους χρόνια στην Καισαριανή.
Γεννηθήκαμε στην οδό Μοσχονησίων.
Τότε υπήρχαν τα τετράγωνα. Κάθε οικοδομικό τετράγωνο ήταν τέσσερα στενά και στην ουσία ήταν ένας δρόμος.
Στη μέση του τετραγώνου ήταν κενό. Τρεις τουαλέτες κοινόχρηστες.
Τα σπίτια ήταν πλινθόκτιστα με κεραμίδι.
Γονείς μου ήταν ο Ευάγγελος και η Στέλλα.
Απέκτησαν τρία παιδιά τον Αντώνη την Ευαγγελία και τον Ανδρέα.
Ο πατέρας μου έφυγε πολύ νέος από την ζωή. Ήταν πολύ καλός μάστορας. Δούλευε στο
Σεβαστάκη και πήρε μέτρα για παπούτσια ακόμα και από τον Βασιλιά.
Στα παιδικά μας χρόνια αυτά που ζήσαμε ήταν πολύ απλά. Ο κόσμος ζούσε με λίγα χρήματα αλλά περνούσε καλά.
Μαζεύονταν παρέες στα σπίτια και με κρασάκι, τυράκι και ότι άλλο είχαν το μοιράζονταν μεταξύ τους, γελούσαν και γλεντούσαν.
Θυμάμαι όταν θέλησε ο πατέρας μου να φτιάξει μια τουαλέτα οι γείτονες παρακολουθούσαν στις γωνίες μέχρι να την τελειώσουμε. Αγάπη πάνω από όλα αλλά μαζί και στα δύσκολα.
Εκεί που είναι η είσοδος της Πανεπιστημιούπολης, στην Ούλοφ Πάλμε, ήταν χωματόδρομος εκεί είχαμε κάνει δύο ομάδες και παίζαμε κάθε Κυριακή ποδόσφαιρο.
Ο πατέρας μου ήθελε να προσέχω τον αδελφό μου, αν και ήμουνα μικρότερος, για να μην
χαλάσει τα παπούτσια του γιατί την Κυριακή φοράγαμε τα καλά μας ρούχα.
Κάθε Κυριακή όταν ξύπναγε ο πατέρας μου άρχισε να ψέλνει και ο Αντώνης τον παρακολουθούσε. Τότε υπήρχε μία ταβέρνα, ο Τσοπανάκος, μετά το γήπεδο.
Εκεί ο Αντώνης πήγαινε με την παρέα του και όταν πίνανε κανένα κρασάκι και ερχόντουσαν σε κέφι τραγουδούσε και ο φίλος του. έπαιζε κιθάρα.
Όταν έφυγε από τον Μούγερ πήγε να δουλέψει στον Μαυρίδη που είχε βιοτεχνία στην Σόλωνος στο ύψος του Κολωνακίου. Ήταν ένα μαγαζί με γυναικεία παπούτσια πολυτελείας.
Εκεί ο Αντώνης έλεγχε την κατασκευή του παπουτσιού.
Μια μέρα ο Μίκης Θεοδωράκης πέρναγε από την Σόλωνος και από την σχάρα που είχε στο δρόμο άκουσε την φωνή του Αντώνη. Μαζί του ήταν και ο μαέστρος του Γιάννης Διδίλης.
«Που ακούγεται αυτή η φωνή;» του λέει «και που έχει είσοδο για να πάμε να τον δούμε;».
Βρήκαν την είσοδο κατέβηκαν κάποια σκαλιά και εκεί συνάντησαν τον Αντώνη.
«Ξέρεις να λες του λεει δικά μου τραγούδια;». «Ναι» του λέει, «όλα τα γνωρίζω».
«Μπορείς να έλθεις την άλλη μέρα στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά για να τραγουδήσεις;
Θα είμαι με την Μαρία Φαραντούρη».
Την άλλη μέρα ο Αντώνης δειλά δειλά πηγαίνει και βλέπει στη σκηνή στο μπουζούκι τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη.
-Ξεκινάμε το τραγούδι. «Μάνα μου και Παναγιά» σε τόνο το ξέρεις;
-Δεν ξέρω εγώ από αυτά.
Σε δύο μέρες με τη Μαρία Φαραντούρη βρέθηκαν στην Σοβιετική ΄Ενωση και χωρίς διαβατήριο. Κάθισαν δύο μήνες και έκαναν πολλές συναυλίες.
¨Ηταν παντρεμένος με την Ελένη Πολίτη, αδελφή του μπασκετμπολίστα Κώστα Πολίτη, και είχαν αποκτήσει ένα αγόρι που έχασε το 2015 και μια κόρη.
‘Εφυγε από την ζωή τον Φεβρουάριο του 2021
Ο πρώην Δήμαρχος Σπύρος Τζόκας μιλάει για τον φίλο του Αντώνη Καλογιάννη
Υπηρέτησε με σεμνότητα και ήθος το ελληνικό τραγούδι και η καλλιτεχνική προσφορά σε αυτό φέρει το ιδιαίτερο βάρος των σπουδαίων ερμηνειών που του εμπιστεύτηκαν συνθέτες που έγραψαν ιστορία: Θεοδωράκης, Μούτσης, Ανδριόπουλος, Πλέσσας, Κουνάδης. Παράλληλα υπηρέτησε τον λαό του με τόλμη, συνέπεια και αρετή.
Ο Αντώνης Καλογιάννης που έφυγε σε ηλικία 81 ετών, μου έδωσε το δικαίωμα να τον αποκαλώ φίλο και μάλιστα σε μια μεγάλη βραδιά και για τους δυο μας. Το βράδυ εκείνο που εγκαινιάζαμε το ανοιχτό θέατρο στην Καισαριανή και το βαφτίζαμε με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου «Αντώνης Καλογιάννης».
Τότε, σε ένα θέατρο που πλημμύρισε από ανθρώπους της συνοικίας μας, σε μια συγκινητική βραδιά, με αποκάλεσε φίλο.
«Είσαι πραγματικός φίλος» μου είπε. Και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Είναι τιμή μου. Όχι μόνο επειδή ο Αντώνης είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης. Οχι μόνο επειδή ο Αντώνης έχει μια εξαίρετη φωνή με ιδιαίτερο χρώμα. Οχι μόνο επειδή είχαμε ονειρευτεί και επαναστατήσει με τα τραγούδια του. Όχι μόνο γι’ αυτά, όσο σημαντικά και αν είναι.
Κυρίως, επειδή ο Αντώνης Καλογιάννης είναι ένας δικός μας άνθρωπος. Ενας άνθρωπος της γειτονιάς μας. Της μικρής αυτής γειτονιάς όπου πλανήθηκαν και πλανώνται τα όνειρά μας, όπου δημιουργούνται οι μύθοι μας. Της γειτονιάς του αγώνα, του πόνου, της αλληλεγγύης και της ανθρωπιάς. Της γειτονιάς που όπου σκάει ένα χαμόγελο στάζει και ένα δάκρυ. Είναι ο δικός μας Αντώνης.
Είναι, όπως και οι περισσότεροι, προσφυγικής καταγωγής. Γεννιέται στον καταυλισμό της Καισαριανής. Ζει τα παιδικά του χρόνια στη φωτιά του Εμφυλίου. Η γειτονιά καιγόταν, οι κουκουλοφόροι έδειχναν, τα πτώματα στα φορτηγά, τα σπίτια τρύπια. Ο κόσμος αυτός τον σημαδεύει στη μετέπειτα πορεία του.
Γιατί ο καλλιτέχνης γαλουχείται από την πραγματικότητα που βιώνει. Και ο Αντώνης βίωσε μια σκληρή πραγματικότητα, την οποία δεν εξαργύρωσε ποτέ. Αντίθετα, την ανέδειξε με το έργο του. Ήταν πάντα ένας ευαίσθητος σεισμογράφος των καιρών μας.
Γιος υποδηματοποιού, ακολουθεί τη δουλειά του πατέρα του ως τον Νοέμβρη του ’66 που τυχαία τον ακούει να τραγουδάει ο Μίκης Θεοδωράκης και τον παίρνει ως βασικό τραγουδιστή σε μια σειρά συναυλιών στη Σοβιετική Ένωση. Ισως να είναι ο μοναδικός καλλιτέχνης που ξεκίνησε την καριέρα του από την Αίθουσα Συναυλιών Τσαϊκόφσκι. Ήταν η αρχή μιας μεγάλης καριέρας.
Στην αρχή του ’67 με την επιβολή της δικτατορίας, δεν συμβιβάζεται και φεύγει στο εξωτερικό. Αποδεικνύει στην πράξη αυτό που λέει ο Ζαν Πολ Σαρτρ: Ο καλλιτέχνης οφείλει να κατέβει να πολεμήσει στο οδόφραγμα, αν χρειαστεί. Όταν χρειάστηκε, ο Αντώνης πολέμησε, υπερασπίστηκε τον ελληνικό λαό που είναι κομμάτι του, δεν αποπλανήθηκε από τις Κίρκες της ευκολίας και της βόλεψης. Αρνήθηκε να μπει εξωνημένος στις πόρτες που του άνοιγαν.
Καταγγελτικός και στρατευμένος στην τέχνη και στη ζωή, ξεκινά συναυλίες διαμαρτυρίας ανά τον κόσμο με την ανασύσταση της Ορχήστρας του Μίκη Θεοδωράκη. Παράλληλα ηχογραφεί σε πρώτη εκτέλεση αρκετά έργα του Μίκη Θεοδωράκη εκείνης της εποχής. Να θυμίσουμε: «Τα τραγούδια του Ανδρέα», «Επιφάνεια Αβέρωφ», «Τα λαϊκά», «Πνευματικό Εμβατήριο», «Κατάσταση Πολιορκίας»…
Κάποια στιγμή επιστρέφει στην Ελλάδα όπου του αφαιρούν το διαβατήριο. Αναγκασμένος να παραμείνει, αρχίζει να δουλεύει σε μπουάτ της Πλάκας. Τότε είναι που συνεργάζεται με τον Δήμο Μούτση στο «Ζουμ» και μαζί του κάνει τον πρώτο του δίσκο στην
την Ελλάδα με τίτλο «Συνοικισμός Α» μαζί με τη Βίκυ Μοσχολιού (1972). Ακολουθεί η συνεργασία του με τον Μίμη Πλέσσα -αποτέλεσμα ο δίσκος «Για μια σταγόνα αλάτι» (1973)- και με τον Σταύρο Ξαρχάκο σε συναυλίες.
Στη Μεταπολίτευση συνεργάζεται επίσης και με τον Αργύρη Κουνάδη και ηχογραφεί τρεις δίσκους: «Το ταξίδι», «Εν Αθήναις» και το «Made in Greece». Παράλληλα τραγουδάει τα τραγούδια του Ζωρζ Μουστακί σε στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου, όπως τη «Μοναξιά», τον «Μέτοικο» κ.ά. Το 1979 προχωρεί σε συνεργασία με τον Ηλία Ανδριόπουλο και τον δίσκο «Γράμματα στον Μακρυγιάννη».
Στη δεκαετία του ’80 κάνει στροφή στο ερωτικό τραγούδι. Συνεργάζεται με συνθέτες όπως ο Σπύρος Παπαβασιλείου -από τον δίσκο τους «Τα σημερινά» (1981) έχουμε την επιτυχία «Όμορφή μου Κατερίνα»- και με τον Μάριο Τόκα στα «Μικρά Ερωτικά» (1984), με την «Αννούλα του χιονιά», το «Σ’ αγαπώ σαν το γέλιο του Μάη» κ.ά.
Στη συνέχεια θα ακολουθήσουν και άλλες συνεργασίες όπως αυτή με τον Δημήτρη Λάγιο στον δίσκο «Εδώ που γεννηθήκαμε», σε στίχους Φώντα Λάδη, με τον Τάκη Μουσαφίρη, τον Αλέξη Παπαδημητρίου… Ο πιο πρόσφατος δίσκος του είναι του ’97 και λέγεται «Ιστορίες Αγγέλων».
Σε αυτή την πλούσια και ζηλευτή διαδρομή που ξεπέρασε τα σύνορα, τα ενδογενή και αγωνιστικά καισαριανιώτικα βιώματα απέκτησαν οικουμενικό βεληνεκές. Η ερμηνεία, γεμάτη ευαισθησία, έκφραση και υπερηφάνεια, μιλάει στην καρδιά όλων μας.
Με τον Αντώνη Καλογιάννη επαναστατήσαμε, γιορτάσαμε, ερωτευτήκαμε. Στη φωνή του ανιχνεύουμε τα δικά μας βιώματα, γι’ αυτό δεν υπήρξε ποτέ διασκεδαστής αλλά ο ψυχαγωγός, ο δικός μας άνθρωπος, ο φίλος.
Υπηρέτησε με σεμνότητα και ήθος το ελληνικό τραγούδι και η καλλιτεχνική προσφορά σε αυτό φέρει το ιδιαίτερο βάρος των σπουδαίων ερμηνειών που του εμπιστεύτηκαν συνθέτες που έγραψαν ιστορία: Θεοδωράκης, Μούτσης, Ανδριόπουλος, Πλέσσας, Κουνάδης.
Παράλληλα υπηρέτησε τον λαό του με τόλμη, συνέπεια και αρετή. Η καλλιτεχνική κατάθεση του Αντώνη Καλογιάννη είναι κατάθεση μιας εποχής με τα πολύτιμα συστατικά της συλλογικής μνήμης. Είμαι λοιπόν περήφανος να λέω ότι είμαστε από την ίδια γειτονιά με τον Αντώνη, ότι είναι φίλος μου.
Και η ονομασία του θεάτρου με το όνομά του ήταν μια απλή επιβεβαίωση ότι τον έχουμε πάντα στην καρδιά μας και μια ένδειξη ότι η Καισαριανή δεν πρέπει να λησμονεί τα παιδιά της.