«Ένα σπίτι αφηγείται»

Βρισκόμαστε στο 1937.
Εγώ είμαι ένα μικρό δωματιάκι, χωρίς πόρτα και παράθυρο. Μόνο τα ανοίγματα υπάρχουν. Εκεί που θα μπει η πόρτα, μου έχουν κρεμάσει μια κουρελού παλιά, και στο παράθυρο το ίδιο. Έτσι για να μην μπαίνουν οι μύγες. Το οικόπεδό μου γύρω-γύρω είναι σχετικά μεγάλο. Στη μέση έχει έναν μεγάλο ευκάλυπτο και στο πίσω μέρος έχουν ένα μικρό κηπάκι με λίγες ντοματιές και μελιτζανιές. Μάντρα δεν έχω ακόμα, αλλά θα γίνει αργότερα, το άκουσα που το έλεγε ο κυρ’Βασίλης σε ένα γείτονα από πάνω.
Ο Κυρ Βασίλης στο σπιτάκι αυτό μεγάλωσε την οικογένειά του που απέκτησε με την γυναίκα του Αλεξάνδρα. Την Αντωνία, τον Δημήτρη, τον Γιώργο και την Σταματίνα.
Εκτός από νοικοκύρης ήταν και καλός μουσικός έπαιζε βιολί και ούτι και η κυρ’ Αλεξάνδρα τραγουδούσε νησιώτικα τραγούδια. Ερχότανε και η Ρόζα Εσκενάζι, μαζί με τον Ρούκουνα τον Μόσχο και την Ρίτα Αμπατζή. Τους έφερνε ο αδελφός του Κυρ’ Βασίλη που έπαιζε σαντούρι και κλαρίνο. «Ο Φουρκομάς» όπως το φωνάζανε.
….Ο καιρός προχώρησε φτάσαμε στο τέλος του 1948. Ο κυρ’ Βασίλης όλο και φτιάχνει μόνος του εδώ. Μεγάλωσε το κουζινάκι και πέταξε τους τσίγκους. Παιδεύεται μετά τη δουλειά του, με τα εδώ… Κυριακή δεν έχει καταλάβει ποτέ του. Μόνο το Σαββατόβραδα παίρνει τη γυναίκα του και την μικρή και πάνε βόλτα στου “Παντελάκη”. Είναι ψησταριά στην πλατεία Καλογήρων, εκεί τρώνε κοκορέτσι, πίνουνε και από καμιά μπυρίτσα. Τα μεγάλα παιδιά δεν πάνε μαζί του πηγαίνουν σινεμά.
…Και τα χρόνια περάσανε… φύγανε νεράκι… όπως έλεγε η κυρ’ Αλεξάνδρα μπήκαμε πια στο δύο χιλιάδες και κάτι.
Όλα έχουν αλλάξει.Η γειτονιά μας δεν είναι όπως ήτανε.
Μόνο εγώ στέκω ακόμα από τα παλιά και ένα σπίτι απέναντί μου. Είναι το σπίτι που είχε χτίσει ο κυρ-Ηλίας και που μετά το αγόρασε ο κύριος Μάκης με την κυρά Νίκη. Είναι ο φίλος μου αυτό το χαμηλό σπιτάκι, μ’αυτό τα λέμε, μη σας φαίνεται παράξενο, και εμείς μιλάμε.
Έχουμε τη δική μας γλώσσα που άνθρωποι δεν μπορούν να την καταλάβουν εκτός από κάτι λίγους, που έχουν ευαίσθητη ψυχή. Αφουγκράζονται, μας ακούν, καταλαβαίνουν. Τα καινούργια σπίτια που χτιστήκανε έχουν πολλά πατώματα και βλέπουν από ψηλά με υπεροπτικό ύφος Ο πολιτισμός πέρασε και από τη δική μας γειτονιά και με το μαγικό του ραβδάκι τα ακούμπησε όλα και τα άλλαξε.
Το δρομάκι μας το χωμάτινο είναι μια ανάμνηση. Έκει που κάποτε έπαιζαν τσούρμο τα παιδιά, ξένοιαστα με ροδοκόκκινα μάγουλα και με μια φέτα καρπούζι στο χέρι, τώρα είναι γεμάτο από αυτοκίνητα πού τρέχουν πάνω κάτω.
Οι Νοικοκυρές δε βγαίνουν πια στις αυλόπορτες να συζητούν τα μικροβάσανα τους... εκτός ότι δε υπάρχουν αυλόπορτες δεν έχουν και τη διάθεση να μιλήσουν μεταξύ τους…δεν λένε ούτε καλημέρα. Δεν μοιράζονται τα προβλήματα τους, ώστε να τους γίνουν πιο ελαφριά…πιο μπορετά.
Στο δρόμο δεν περνάει πια ο ψαράς ή μανάβης… ο εμποράκος με την καραμούζα.
Τίποτα από όλα αυτά δεν επιτρέπει ο πολιτισμός…
Ακόμα και ο επιτάφιος που περνούσε από το φτωχικό μας δρομάκι όταν μοσχοβολούσαν οι πασχαλιές…τώρα έχει αλλάξει δρόμο. Περνάει μπροστά από ένα μεγάλο και πολυσύχναστο δρόμο γεμάτο από βιτρίνες και ψησταριές που μυρίζουν κοψίδι.
Τα μπακαλικάκια της γειτονιάς δεν υπάρχουν πια. Τώρα οι άνθρωποι ψωνίζουν από κάτι μεγάλα καταστήματα με πολλά πατώματα πού εκεί μπορείς να αγοράσεις ντομάτες, ψάρια, πάνες για μωρά, κρέας, μπογιά για τα μαλλιά… και ότι άλλο θέλεις… ψυχρά και πολιτισμένα.
Ο κυρ’ Βασίλης με την κυρ’ Αλεξάνδρα έφυγαν δεν είναι πια μαζί μας έφυγαν για μεγάλο ταξίδι, τώρα εδώ μένει η κόρη τους που γύρισε από τον Καναδά. Έχει κρεμάσει στον τοίχο το Ούτι που έπαιζε ο πατέρας της δίπλα στη φωτογραφία του. Την βλέπω συχνά πού το χαϊδεύει και δακρύζει. Απέναντι ακριβώς πού είναι «ο φίλος μου» δηλαδή το άλλο χαμηλό σπιτάκι, δεν ζει κανείς. Δυστυχώς και από ‘κει έφυγαν οι νοικοκυραίοι για το μεγάλο ταξίδι… τα παιδιά τους για τα βόρεια προάστια.
Σήμερα έχει πολύ ωραία λιακάδα, η κόρη του κυρ’ Βασίλη είναι ανήσυχη, όλο στο παράθυρο πηγαίνει και κοιτάζει απέναντι τον “φίλο μου”.
Ξαφνικά ακούστηκε φασαρία από αυτοκίνητα πού σταμάτησαν απέναντι.
Ήλθε η μπουλντόζα, λέει η κόρη του κυρ’ Βασίλη και τρέχει στο παράθυρο να δει.
Εγώ τη λέξη μπουλντόζα δεν την ξέρω και δεν καταλαβαίνω τι λέει.
Βλέπω όμως ένα μεγάλο αλλά αλλιώτικο αυτοκίνητο που μοιάζει σαν θεριό να απλώνει ένα μεγάλο σιδερένιο χέρι με κάτι μεγάλα και γαμψά νύχια μπροστά και να πέφτει απάνω στο φίλο μου με φοβερή δύναμη… του χτυπάει τους τοίχους και τους ρίχνει κάτω, η σκόνη σηκώνεται ψηλά και είναι η ψυχή του που φεύγει… ακουμπάει η σκόνη του και επάνω μου σα μου ζητάει βοήθεια… μα τι μπορώ να κάνω;… φεύγεις του λέω και μένω μόνο μου μα όπου νάνε θα με ακουμπήσει και εμένα το ραβδί του πολιτισμού και θα έχω την δική σου τύχη …
Να τώρα πέφτει κάτω το παραθυρόφυλλο… το άνοιγε κάθε πρωί η κυρά Νίκη και έβγαζε τα σεντόνια να αεριστούν, από ‘κει φώναζε τα παιδιά της πού έπαιζαν πιο πέρα μπάλα.
«Λάμπρο, Λιάκο μου ελάτε φτάνει πια το παιχνίδι».. .Τι να πεις…
Μέσα σε δυο ώρες το σπίτι έχει γίνει ένας σωρός από μπάζα, για πότε ήλθε ένα άλλο μηχάνημα μ’ ένα μεγάλο φτυάρι μπροστά και το σκούπισε, ούτε που το καταλάβαμε.Ένα μεγάλο φορτηγό είναι γεμάτο από χώματα, σπασμένα τούβλα παραθυρόφυλλα.
Εγώ βλέπω κι άλλα πράγματα φορτωμένα.
Βλέπω όνειρα, μόχθο, χαρές, λύπες και την ψυχή του φίλου μου που φεύγει.
Και όλα αυτά φεύγουν για τη χωματερή καθώς το φορτηγό ξεμακραίνει.Το μόνο που μπορώ να πω με μεγάλη μου θλίψη είναι ένα Αντίο… Αντίο φίλε μου… Αντίο για πάντα.
***
Σήμερα τον Φεβρουάριο του 2022 ξαναβρισκόμαστε στο ίδιο σπίτι στην Αγίας Βαρβάρας στην Δάφνη για να μιλήσουμε με την κόρη του κυρ’ Βασίλη Τούλα και τον γείτονα και φίλο Καπετάν Μιχάλη.
Στην ίδια γειτονιά έμενε και ο λαϊκός τραγουδιστής, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και συνθέτης Δημήτρης Ευσταθίου με τον αδελφό του Σπύρο Ευσταθίου επίσης μουσικός και τραγουδιστής .
Η Τούλα έχει δώσει στο σπίτι της ένα νησιώτικο στυλ, ζωγραφίζοντας στο τοίχο της μεγάλης αυλής λουλούδια και τοποθετώντας τραπεζάκια στον κήπο.΄Ένα φιλόξενο σπίτι με δύο χαμογελαστούς ανθρώπους που μας υποδέχτηκαν για να ξεδιπλώσουν την ζωή τους και τις παιδικές τους μνήμες.
«Τα παιχνίδια μας τα αυτοσχεδιάζαμε» λέει ο Καπετάν Μιχάλης.«Όπως το τόπι που το φτιάχναμε από τις κάλτσες.
Τα σπιτάκια της γειτονιάς μας ήταν πολύ μικρά και αραιά το ένα με το άλλο ώστε να μπορούμε να βλέπουμε μακριά μέχρι το Φάληρο».
Η Τούλα μας περιγράφει κάποιες εικόνες από το 1953, με τον αξέχαστο Θανάση Βέγγο που κατέβαινε σαν σίφουνας με ένα ποδήλατο την κατηφόρα από το Λόφο του Αι Γιάννη μέχρι το ρέμα (νυν Παπαναστασίου). Ο πολυαγαπημένος ηθοποιός, σεμνός και φιλότιμος, πήγαινε συχνά στην ταβέρνα του Γκιώνη για να πάρει κρασί και αν και ήταν φτωχός πάντα θα άφηνε χαρτζιλίκι στο παιδί που δούλευε στο μαγαζί.
«Σαν παιδιά κάναμε πολλές αταξίες. Θυμάμαι ένας γείτονας
μας είχε ένα μεγάλο κτήμα κοντά στο ρέμα με πρόβατα, κατσίκια και συκιές. Κάποια παιδιά
πήγαιναν και έκλεβαν τα σύκα.
Αυτός αγανακτισμένος μια μέρα έπιασε ένα από αυτά τα παιδιά από το ένα πόδι και το
ένα χέρι και το γύριζε σαν σβούρα.
Αν και τα σπίτια ήταν μικρά και οι οικογένειες μεγάλες όλοι χωρούσαν και γινόντουσαν και πολλά γλέντια ειδικά τις Κυριακές.
Θυμόμαστε το γαϊτανάκι που πέρναγε στις απόκριες.Ένας άνδρας κράταγε ένα υποτιθέμενο άλογο από το οποίο κρεμόντουσαν κορδέλες και εμείς τρέχαμε χαρούμενα πίσω τους.
Αυτή την εποχή πέρναγαν και πολλοί γυρολόγοι για να διαφημίσουν την πραμάτεια τους.
O Tσακατσούκας με την πάνινη κρεμασμένη τσάντα στον ώμο που είχε μέσα ηλιόσπορους, πασατέμπο και φιστίκια
που τα έβαζε σε χωνάκια έτοι
που τα έβαζε σε χωνάκια έτοιμα φτιαγμένα με εφημερίδες (που να’ξερε ο Τσακατσούκας τι σήμερα, αυτά που πούλαγε μέσα σε χωνάκια από εφημερίδες, θεωρούνται superfoods).
Ο τυροπιτάς με ένα φανάρι το οποίο είχε κάρβουνα από την κάτω πλευρά για να διατηρεί την τυρόπιτα ζεστή. Αχ, αυτή η τυρόπιτα… μύριζε όλη η περιοχή.
Ο ψαράς με το χαρακτηριστικό γαβ που φώναζε δηλαδή: γάβρος με το κοφίνι στο κεφάλι .
Υπήρχαν και άλλοι ιστορικοί γυρολόγοι αυτής της εποχής όπως ο φαναρτζής, ο παπλωματάς, ο καρεκλάς, κ.α.
Οι φωνές αυτές ήταν χαρακτηριστικές αλλά πολύ συχνές. Όπως μου έλεγε η μητέρα μου, όταν πρωτομίλησα είπα τη λέξη φανζής δηλαδή φαναρτζής και όλοι ξεκαρδίζονταν».
Οι αναμνήσεις ερχόντουσαν η μία μετά την άλλη όμως η ώρα πέρασε και ο Kυρ’ Μιχάλης έπρεπε να πάει για φαγητό.
Η κυρά του του είχε το αγαπημένο του φαγητό το παστίτσιο, οπότε αναβάλαμε το ραντεβού μας για την επόμενη φορά που ίσως συμπληρώσει τις ιστορίες και κάποιος άλλος γείτονας με τις δικές του αναμνήσεις.