
Όταν εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό του Φλεβάρη επισκεφτήκαμε το σπίτι της Πόπης Αστεριάδη, θυμηθήκαμε πολλά από τα όμορφα πράγματα που μας στέρησε η πανδημία τα τελευταία χρόνια. Όπως τη ζεστή φιλοξενία κάποιου που μας δέχτηκε στο σπίτι του με χαμόγελο, ευγένεια και φιλοτιμία. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο «κάποιος» έχει γράψει τη δική του ιστορία στο πεντάγραμμο. Όσο σπουδαία καλλιτέχνης υπήρξε στην καριέρα της άλλο τόσο μας κέρδισε με τον χαρακτήρα της και έκανε αυτή την μικρή συνέντευξη να κυλήσει τόσο ευχάριστα που δεν καταλάβαμε πως πέρασε η ώρα.
Η Πόπη Αστεριάδη είναι το πέμπτο παιδί της οικογένειας Αστεριάδη, μετά από 4 αγόρια.
«Πέρασα πολύ όμορφα παιδικά χρόνια, φτωχικά χρόνια αλλά όμορφα, σε ένα μικρό σπίτι στην Καλλιθέα. Γεννήθηκα στο σπίτι μου γιατί ήμουν πρόωρο. Πήρα το όνομα της γιαγιάς μου (Καλλιόπη). Η γιαγιά μου ήταν δασκάλα πιάνου και ο παππούς έπαιζε κιθάρα στις γιορτές που κάναμε στο σπίτι. Ο παππούς άκουγε Θεοδωράκη, Μπιθικώτση και Ξαρχάκο. Ο πατέρας μου είχε αγοράσει ένα ταξί και ήταν πολύ χαρούμενος γιατί μπορούσε να συντηρήσει την οικογένεια μας.
Από τις πρώτες αναμνήσεις μου ήταν όταν ο θείος μου, που είχε ένα στέισον βάγκον αυτοκίνητο, ερχόταν και μας έπαιρνε να μας πάει βόλτες μαζί με την ξαδέλφη μου.
Θυμάμαι την μητέρα μου και την θεία μου να τραγουδούν πολύ συχνά και να γεμίζουν το σπίτι με τις όμορφες φωνές τους. Ειδικά η θεία μου είχε καταπληκτική φωνή. Εγώ τις συνόδευα ως δεύτερη φωνή. Γύρω στο ’64, όταν ήμουν 15 ετών, με πήγαν στα ταλέντα του Οικονομίδη, μαζί με την ξαδέρφη μου Λουκία. Στην επιτροπή ήταν ο Πλέσσας, ο Μαμαγκάκης και ο Κουρουπός κ.α.. Είπα το τραγούδι του Μουζάκη “Θέλω κοντά σου να μείνω”.
Ο Οικονομίδης ενθουσιάστηκε. Μας έβγαλε στο Άλσος και στου Ζούνη στο Παγκράτι. Τότε τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Ξεκινήσαμε μια περιοδεία με τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα όπου γυρίσαμε όλη την Ελλάδα.
Η ξαδέλφη μου η Λουκία, παρότι τραγουδούσε τόσο ωραία, δεν ήθελε να συνεχίσει το τραγούδι. Σήμερα είναι μια καταπληκτική πιανίστρια, καθηγήτρια στο Ωδείο Αθηνών.
Ο πατέρας μου δεν ήθελε καθόλου να γίνω τραγουδίστρια, αν και όταν είδε πόσο πολύ το ήθελα με βοήθησε όσο μπορούσε. Μέσω του ξαδέλφου του Γιάννη Αστεριάδη, που με πήγε στον Αλέκο Πατσιφά (ιδρυτής της «Lyra»), ο οποίος με τη σειρά του με βοήθησε πολύ όπως και όλα τα νέα παιδιά, γιατί ήταν ένας μουσικός οραματιστής. Εκεί κάναμε ηχογραφήσεις και περάσαμε πολύ όμορφα.
Μάλιστα αυτός πρότεινε να κόψω κοντό το μαλλί μου μιας και τότε ήταν της μόδας στο γυναικείο στυλ.
Το «Σκληρό μου αγόρι» το 1968 ήταν από τις πρώτες μου επιτυχίες γιατί το τραγούδησα στον κινηματογράφο στο «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη» του Ντίνου Δημόπουλου.
Ήμουν τυχερή γιατί εκείνη την εποχή ανθούσαν όλα τα είδη του ελληνικού τραγουδιού. Εμένα με κατέταξαν στο Νέο Κύμα.
Το ελληνικό Νέο Κύμα το έφερε ο Γιώργος Παπαστεφάνου που είχε ταξιδέψει στη Γαλλία, όπου και εμπνεύστηκε όλες αυτές τις μικρές ιδέες που έφτιαχναν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Οι μπουάτ ήταν ένα μικρό μαγικό κουτί που γινόταν πραγματικότητα.
Ένας μικρός χώρος που χώραγε περίπου 80 άτομα. Τραγουδούσε ο κόσμος μαζί μας και δεν υπήρχε στάνταρντ πρόγραμμα. Το φινάλε ήταν απροσδόκητο και παίζαμε ό,τι μας ζητούσε το κοινό.
Στα μεγάλα κέντρα δεν μπορούσα να τραγουδήσω με τον ίδιο τρόπο γιατί ήταν μεγάλοι χώροι και μου δημιουργούσαν άγχος. Την πρώτη φορά μάλιστα έχασα τα λόγια μου. Μετά συνήθισα βέβαια, αλλά οι μπουάτ ήταν από τα καλύτερα πράγματα που μου έχουν συμβεί και πέρασα υπέροχα εκείνα τα χρόνια.
Στην πορεία μου στις μπουάτ συνεργάστηκα με όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής. Τον Κοντογιώργο, τον Χουλιάρα, τον Πάνο τον Σαββόπουλο, τον Ηλία Καραγιάννη, τον Νίκο Μαμαγκάκη, τον σπουδαίο και πολύ σεμνό Λίνο Κόκοτο και βέβαια τον Νότη Μαυρουδή με τον οποίο έκανα τα πρώτα μου βήματα στο Νέο Κύμα.
Εκτός από Νέο Κύμα τραγούδησα Ξαρχάκο, Θεοδωράκη, Χατζιδάκη, Τσιτσάνη και λαίκά.
Στον Δρόμο τραγoύδησα με την Ρένα Κουμιώτη και τον Γιάννη Πουλόπουλο.
Με την φίλη μου την Καίτη τη Χωματά δεν συνεργαστήκαμε σε μαγαζί, αλλά τραγουδήσαμε σε πολλές συναυλίες. Ήταν η καλύτερη φίλη που μου έμεινε από την πορεία μου στο τραγούδι. Το 1972, τις μπουάτ τα μεγάλα κέντρα δεν τις συμπαθούσαν ιδιαίτερα γιατί μάζευαν πολύ κόσμο. Εκείνη τη χρονιά δούλεψα στα Δειλινά μαζί με τον Νταλάρα, τον Πάριο, τον Διονυσίου, την Ελπίδα και τον Πασχάλη.
Το Ζουμ (μπουάτ) το ξεκίνησα εγώ με τη βοήθεια του αδελφού του Γρηγόρη που ήταν μακετίστας. Το μαγαζί ήταν πολύ όμορφο με ωραία γκρίζα χρώματα. Από εκεί πέρασε πολύς κόσμος. Από τον Αριστείδη Καμάρα και τον Μίμη Παπαϊωάννου μέχρι τον Φρέντυ Γερμανό. Εκεί μάλιστα γνώρισα τον Χατζιδάκι. Στο Zουμ ερχόταν ο Νίκος ο Τζήμας, ο σκηνοθέτης που γύρισε την ταινία Αστραπόγιαννος η οποία ήταν η πρώτη που έπαιξα.
Ηθοποιός δεν θα μπορούσα να γίνω. Μου άρεσε το αποτέλεσμα στον Αστραπόγιαννο και είχα και άλλες προτάσεις να συνεχίσω την υποκριτική, αλλά πιστεύω πως η δουλειά του ηθοποιού είναι πιο σκληρή από τη δική μας. Πρόβες και ξανά πρόβες, να προσπαθείς συνέχεια να μπεις σε ρόλους… Αισθανόμουν ότι με επηρέαζε πολύ ψυχολογικά. Παρ’όλ’αυτά έκανα ακόμα δύο ταινίες, μικρού μήκους αυτή τη φορά, του Μιχάλη Κωνσταντινίδη.
Πολύ αργότερα συνάντησα τον Γιώργο Ζαμπέτα με το μπουζούκι του. Τότε είχε τα σωληνάκια γιατί είχε πρόβλημα στο αναπνευστικό. Εκεί του έκανα πρόταση να μου δώσει ένα τραγούδι και μου απάντησε «ένα μόνο; Δέκα θα σου δώσω». Στο σπίτι του στο Δάσος Χαϊδαρίου μου έδωσε την κασέτα με τα τραγούδια και την πέρασα στον Θανάση τον Βασιλά ο οποίος έκανε την ενορχήστρωση.
Μια μεγάλη έκπληξη στην μετέπειτα καριέρα μου ήταν όταν ήρθε στη ζωή μου ο Κωνσταντίνος Βήτα με το συγκρότημά του τους Στέρεο Νόβα. Με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να πω ένα τραγούδι. Η κόρη μου ενθουσιάστηκε επειδή της άρεσε αυτό το συγκρότημα. Μου είπε «μαμά πες το να σε γνωρίσουν και τα νέα παιδιά».
Μια άλλη σημαντική στιγμή, σαν επιστέγασμα της καριέρας μου, ήταν η αυτοβιογραφία μου που την επιμελήθηκε ο Κυριάκος ο Μέλλος, που ήξερε πάρα πολλά για την καριέρα μου. Το βιβλίο λέγεται Με Σημαία το Όνειρο. Εκεί βάλαμε όλα τα τραγούδια μου και όλα όσα έχω κάνει στην πορεία μου, καθώς και ένα cd με 17 ακυκλοφόρητα τραγούδια.
Κάποια πράγματα στο τέλος δεν τα κυνήγησα. Ήθελα να χαρώ το σπίτι μου και την ησυχία μου. Δεν μου αρέσει να βάφομαι. Παρ’όλ’αυτά νιώθω μεγάλη χαρά όταν βγαίνω έξω και ο κόσμος με σταματάει να μου μιλήσει. Αυτό με γεμίζει χαρά και αποτελεί μια αναγνώριση της καλλιτεχνικής μου πορείας»
Ελένη Σμυρνή – Ζαγανιάρη